άπιστος

άπιστος
571 ἄπιστος
{прил., 23}
1. неверующий;
2. невероятный, неправдоподобный;
3. неверный, вероломный.
Ссылки: Мф. 17:17; Мк. 9:19; Лк. 9:41; 12:46; Ин. 20:27; Деян. 26:8; 1Кор. 6:6; 7:12-15; 10:27; 14:22-24; 2Кор. 4:4; 6:14, 15; 1Тим. 5:8; Тит. 1:15; Откр. 21:8.*
ключ.сл.

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "άπιστος" в других словарях:

  • ἄπιστος — not to be trusted masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άπιστος — η, ο επίρρ. α 1. δύσπιστος, καχύποπτος: Άσ τον αυτόν, είναι άπιστος Θωμάς. 2. αυτός που δεν πιστεύει στο Θεό: Ήταν άπιστος ο ίδιος και ζητούσε να κάνει κι άλλους. 3. αυτός που δεν είναι πιστός στις υποχρεώσεις του, δόλιος: Αποδείχτηκε άπιστος… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άπιστος — (apistos). Γένος περκομόρφων ψαριών της οικογένειας των περκιδών. Ζουν στις τροπικές θάλασσες και ιδιαίτερα στον Ινδικό ωκεανό. Έχουν μήκος 30 50 εκ. και στηθαία πτερύγια πολύ ισχυρά. Είναι γνωστά 15 είδη. * * * η, ο (AM ἄπιστος, ον) 1. αυτός που …   Dictionary of Greek

  • ἀπιστότερον — ἄπιστος not to be trusted adverbial comp ἄπιστος not to be trusted masc acc comp sg ἄπιστος not to be trusted neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἄπιστος — ἄπιστος , ἄπιστος not to be trusted masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπιστοτάτων — ἄπιστος not to be trusted fem gen superl pl ἄπιστος not to be trusted masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπιστοτέρων — ἄπιστος not to be trusted fem gen comp pl ἄπιστος not to be trusted masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπιστότατα — ἄπιστος not to be trusted adverbial superl ἄπιστος not to be trusted neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπιστότατον — ἄπιστος not to be trusted masc acc superl sg ἄπιστος not to be trusted neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπίστως — ἄπιστος not to be trusted adverbial ἄπιστος not to be trusted masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄπιστον — ἄπιστος not to be trusted masc/fem acc sg ἄπιστος not to be trusted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»